βιβλιοκρίτης

βιβλιοκρίτης
βιβλιοκρίτής ο
1) литературный критик; 2) член комиссии по рецензированию школьных учебников

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βιβλιοκρίτης" в других словарях:

  • βιβλιοκρίτης — βιβλιοκρίτης, ο και βιβλιοκριτής, ο 1. ο ειδικός στην κριτική βιβλίων: Οι αναγνώστες επηρεάζονται από τους βιβλιοκρίτες στην αγορά των βιβλίων τους. 2. μέλος της επιτροπής του υπουργείου Παιδείας που κρίνει τα σχολικά βιβλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιβλιοκριτής — ο 1. ειδικός στη βιβλιοκρισία 2. μέλος επιτροπής κρίσης βιβλίων …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοκριτικός — ή, ό ο σχετικός με τη βιβλιοκρισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοκριτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Ν. Σ. Ρίζου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»